λειοτριβώ

λειοτριβώ
(AM λειοτριβῶ, -έω)
με την τριβή μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, ψιλοκοπανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -τριβῶ (< -τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο-τριβώ, φαρμακο-τριβώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονιοποιώ — μεταβάλλω στερεή ουσία σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, λειοτριβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. κονιορτο ποιώ, τακτο ποιώ. Η λ. στη μτχ. κονιοποιούμενος μαρτυρείται από το 1886 στον Παύλο Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • λειοτρίβηση — η [λειοτριβώ] τεχνολ. κονιοποίηση με τριβή …   Dictionary of Greek

  • λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • προλειοτριβώ — έω, Α προλειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λειοτριβῶ «λειαίνω διά τριβής»] …   Dictionary of Greek

  • προτρίβω — Α [τρίβω] 1. τρίβω εκ τών προτέρων 2. λειοτριβώ …   Dictionary of Greek

  • σμικρίζω — Α [σμικρός] (κατά τον Ησύχ.) «ποιῶ τι λίαν μικρόν, εἰς κόνιν μεταβάλλω, λειοτριβῶ» …   Dictionary of Greek

  • συλλειοτριβώ — έω, Α κονιοποιώ κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λειοτριβῶ] …   Dictionary of Greek

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

  • ψιλοκόβω — Ν 1. κόβω σε μικρά κομμάτια («ψιλοκόβω κρεμμύδι») 2. λειοτριβώ, κονιορτοποιώ («ψιλοκόβω τον καφέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοτρίβω — Ν λειοτριβώ, τρίβω κάτι ώστε να μετατραπεί σε λεπτή σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό * + τρίβω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”